τριλαμπής
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
τριλαμπής: -ές, ὁ πέμπων τριπλῆν λάμψιν, ὑπέρλαμπρος, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 609, ΙΙΙ, 1442, Καισάρ. 860.