κορυνήτης
English (LSJ)
ον, ὁ,
A club-bearer, mace-bearer, Il.7.9, 138, Paus.8.11.4.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνήτης: -ου, ὁ, ὁ φέρων ῥόπαλον, ῥοπαλοφόρος, Ἰλ. Η. 9, 138, Παυσ. 8. 11.
ον, ὁ,
A club-bearer, mace-bearer, Il.7.9, 138, Paus.8.11.4.
κορῠνήτης: -ου, ὁ, ὁ φέρων ῥόπαλον, ῥοπαλοφόρος, Ἰλ. Η. 9, 138, Παυσ. 8. 11.