A to be anxious for, τινος S.Tr.29.
[Seite 730] besorgt sein, κείνου, um jenen, Soph. Tr. 29; vgl. Monk Eur. Hipp. 223.
προκηραίνω: εἶμαι ἀνήσυχος, μεριμνῶ περί τινος, κείνου προκηραίνουσα, «μεριμνῶσα κατὰ τὸ κέαρ» (Σχόλ.), Σοφοκλ. Τρ. 29.