σκίμπτομαι

Revision as of 11:03, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

English (LSJ)

= σκήπτω,

   A press forward, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Pi.P.4.224; cf. <

Greek (Liddell-Scott)

σκίμπτομαι: σκήπτομαι, ἐμπήγομαι, καρφώνομαι, μεθαρμόζομαι, ἄροτρον σκίμψατο καὶ βόας Πινδ. Π. 4. 399, ἴδε Böckh διάφορ. γραφ. εἰς Ο. 6. 101 (171). ΙΙ. Παθ., ἢν [τὸ ῥῆγμα] ἐς τὴν φλέβα σκιμφθῇ, πέσῃ ἐπὶ τῆς φλεβός, «ἐγγίσῃ, προσπελασθῇ» (Ἡσύχ.), Ἱππ. 455. 26. ― Ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ ἐνεργ. «σκίμπτει· χαλεπαίνει. ἐρείδεται. ἐπιπίπτει», καὶ «σκίμψαι· ἐμπαγῆναι. ἐμπελασθῆναι».