πανταχοῖ

Revision as of 11:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

Adv.

   A in every direction, any whither, ἄγειν τινά Ar.V. 1004; π. πρεσβεύσομεν (cf. πανταχοῦ), Id.Lys.1230; π. μᾶλλον οἴχεται πλέων D.4.24, cf. 8.76.

German (Pape)

[Seite 463] überall hin; Ar. Vesp. 1004; οἴχεται, Dem. 4, 24.

Greek (Liddell-Scott)

πανταχοῖ: Ἐπίρρ., κατὰ πᾶσαν διεύθυνσι, πρὸς οἱονδήποτε μέρος, Λατ. quovis, quoquoversus, ἄγειν τινὰ Ἀριστοφ. Σφ. 1004· παντ. πρεσβεύσομεν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 1230· π. μᾶλλον οἴχεται πλέων Δημ. 46. 29, πρβλ. 109. 2· - ἴδε ἐν λέξ. πανταχοῦ.