όν,
A terrifying, Sch.E.Hec.70.
[Seite 537] = folgdm, Schol. Eur. Hec. 69.
δειματοποιός: -όν, προξενῶν φόβον, Σχ. Εὐρ. Ἑκ. 69 (πρβλ. δειματόω;)