ον, gen. ονος,
A of woman's mind, E.Fr.362.34.
[Seite 511] von weibischer Gesinnung, Eur. frg.
γῠναικόφρων: -ον, ἔχων γυναικὸς φρόνημα ἢ νοῦν, Εὐρ. Ἀποσπ. 364. 34.