κιθωνίσκος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek (Liddell-Scott)
κιθωνίσκος: ὁ, = χιτωνίσκος, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν ἐν Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 424.