ποίνιμος
English (LSJ)
ον,
A avenging, punishing, Δίκη, Ἐρινύς, S.Tr.808, Aj.843; π. πάθεα Id.El.210 (lyr.). 2 in good sense, bringing return or recompense, χάρις cj. in Pi.P.2.17.
German (Pape)
[Seite 652] rächend, strafend; Δίκη, Ἐρινύς, Soph. Trach. 808 Ai. 843; οἷς θεὸς ποίνιμα πάθεα παθεῖν πόροι, El. 203; vergeltend, χάρις, Pind. P. 2, 17; λιθοκτονίη, Ep. ad. 465 (IX, 157); auch in späterer Prosa, δαίμονες, Plut. qu. Rom. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ποίνιμος: -ον, (ποινὴ) ἐκδικῶν, τιμωρῶν, Δίκη, Ἐρινύς, Σοφ. Τρ. 808, Αἴ. 483. π. πάθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 210. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀνταποδίδων, ἀνταμείβων, χάρις Πινδ. Π. 5. 32.