μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
[Seite 711] mit Schafes-, Lammessinne, Sp.
προβᾰτόνους: ουν, ὁ ἔχων νοῦν προβάτου, ἄνθρωπον χοιρώδη, προβατόνουν Κ. Μανασσ. Χρον. 6150.