θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
[Seite 1306] τά, u. φρικίαι, αἱ, Fieberschauer, Diosc.
φρίκια: τά, καὶ φρικία, ἡ, ἀνατριχιάσματα ἐκ ῥίγους, Διοσκ. 4. 14., 1. 181.