χαμαίμηλον
English (LSJ)
τό,
A earth-apple, camomile, Orph.A.921. 2 = ἀνθεμὶς λευκή, Dsc.3.137, Plin.HN22.53. 3 = παρθένιον, Ps.-Dsc.3.138.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαίμηλον: τό, φυτὸν καὶ ἄνθος, «χαμόμηλον», «χαμομῆλι», Ὀρφ. Ἀργον. 919· ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ ἄνθους, ἴδε Διοσκ. 3. 144, Πλίν, 22. 26.