καταφωνέω: πληρῶ διὰ τῆς φωνῆς μου, ὡς τὸ κατᾴδω, κάμνω τι νὰ ἀντηχῇ, οἱ τέττιγες μουσουργοῦντες τὰ ἄλση καταφωνοῦσιν Γρηγ. Ναζ.˙ ἀλλὰ καὶ, κατ. τὸ ἄλσος·- «καταφωνεῖ˙ ταράττει» Ἡσύχ.