φαληρός
From LSJ
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
German (Pape)
[Seite 1253] ion. statt φαλαρός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰληρός: -ά, -όν, Ἰων. ἀντὶ φαλαρός, ὃ ἴδε.
μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
[Seite 1253] ion. statt φαλαρός, w. m. s.
φᾰληρός: -ά, -όν, Ἰων. ἀντὶ φαλαρός, ὃ ἴδε.