προσαναλίσκω

Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

English (LSJ)

fut. -ανᾱλώσω,

   A lavish or consume besides, καὶ τὰ τῶν φίλων π. Pl.Prt.311d; τὰς ἰδίας οὐσίας D.20.10, cf. D.C.43.18; π. οὐκ ὀλίγα χρήματα IG22.834.7; π. χρόνον ἱστοῖς waste further time on . ., D.L.6.98; μισθούς τινι Porph.Abst.1.56.

German (Pape)

[Seite 749] (s. ἀναλίσκω), noch dazu verwenden, verthun; Ar. Ach. 701; καὶ τὰ τῶν φίλων προσαναλίσκοντες, Plat. Prot. 311 d; οἱ δὲ καὶ προσανηλωκότες χρήματα, Xen. An. 6, 2, 8, wo Krüger προανηλωκότες vermuthet; πρὸς τοῖς αὑτοῦ καὶ τὰ τῶν ἄλλων, Dem. 40, 58 (Bekk. simpl.); Sp., wie D. L. 6, 98.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰνᾱλίσκω: μέλλ. -ανᾱλώσω, καταναλίσκω προσέτι, πρ. καὶ τὰ τῶν φίλων Πλάτ. Πρωτ. 311D· τὰς ἰδίας οὐσίας Δημ. 466. 2· πρὸς τοῖς αὑτοῦ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ὁ αὐτ. 1025. 20· πρ. χρόνον ἱστοῖς, δαπανῶ χρόνον εἰς..., Διογ. Λ. 6. 98.