θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ἀνθρωπομορφία: ἡ, ἡ ἀνθρώπινη μορφή, Διονυσ. Ἀρεοπ.: -μορφέω, λαμβάνω μορφὴν ἀνθρώπου, Θεόδ. Στουδ.