κεραυνοσκοπία
English (LSJ)
ἡ,
A divination by thunder and lightning, D.S. 5.40.
German (Pape)
[Seite 1423] ἡ, Beobachtung u. Deutung des Donners, D. Sic. 5, 40.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοσκοπία: ἡ, μαντεία διὰ τῶν ἀστραπῶν καὶ βροντῶν, Διόδ. 5. 40.