ον,
A ill-nourished, underfed, Ar. Byz. Epit.2.9.8; f.l. for ἄτρεπτος, AP5.177 (Mel.).
[Seite 47] f. L. für ἄτρεπτος, Mel. 95 (V, 178).
ἄθρεπτος: ἐσφαλμ γραφὴ ἀντὶ ἄτρεπτος, Ἀνθ. Π. 5. 178.