ταχύπτερος
English (LSJ)
ον,
A swift winged, πνοαί A.Pr.88.
German (Pape)
[Seite 1076] schnell fliegend, πνοαί, Aesch. Prom. 88.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύπτερος: -ον, ὁ ἔχων ταχείας πτέρυγας, μεταφ., ὁ ταχύς, ὦ δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι πνοαὶ Αἰσχύλ. Πρ. 88.