ον,
A condemned to the iron, i.e. mutilated, Suid. s.v. σπάδων.
[Seite 879] zum Schwerte verurtheilt, Sp., zw.
σῐδηροκατάδῐκος: -ον, ὁ εἰς σίδηρον καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ.