Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
ὅτα: Αἰολ. ἀντὶ ὅτε, ὡς πότα ἀντὶ πότε, Σαπφὼ 48.