πότα

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source

German (Pape)

[Seite 688] äol. statt πότε, wie ὅτα statt ὅτε.

French (Bailly abrégé)

éol. c. πότε.

Russian (Dvoretsky)

πότα: adv. эол. = πότε.

Greek (Liddell-Scott)

πότα: Αἰολ. ἀντὶ τοῦ πότε, ὡς ὅτα ἀντὶ ὅτε.

Greek Monolingual

Α
(ακλ. τ.) βλ. πότε.

Greek Monotonic

πότα: Αιολ. αντί πότε.