οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal
[Seite 688] äol. statt πότε, wie ὅτα statt ὅτε.
éol. c. πότε.
πότα: adv. эол. = πότε.
πότα: Αἰολ. ἀντὶ τοῦ πότε, ὡς ὅτα ἀντὶ ὅτε.
Α(ακλ. τ.) βλ. πότε.
πότα: Αιολ. αντί πότε.