ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
ἀμπελωργικός: -ά, -όν, Δωρ. ἀντὶ -ουργικός, ἐπιτήδειος πρὸς αὔξησιν ἀμπέλων, Πίν. Ἡρακλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 43.