πλησιάζω

Revision as of 11:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Dor. πλᾱτιάζω Archyt. ap. Stob.1.41.2: pf.

   A πεπλησίακα Isoc.3.36, Pl.Tht.144a: (πλησίος):—bring near, [ἵππον] ὄψεσι, ψόφοις, X.Eq.2.5; ναῦν λιμένι Sch.Ar.Ra.271:—Pass., come near, approach, τινι E.El.634.    II intr., abs., to be near, S.OT91: c. dat., draw near to, approach, τῷ πάθει, τοῖς πολεμίοις, X.Cyr.7.3.16, An.4.6.6.al. (rarely c. gen., τῶν ἄκρων Id.Cyr.3.2.8: abs., τὸ πλησιάζον ὀστοῦν Gal.18 (1).304); ἀλλήλοις Pl.Phd.97a; π. τόποις Amphis4; π. τῷ γενειάσκειν Pl.Smp.181d; ἀρχαῖς π. enter on a career of public office, Thphr.Char. 26.3; so π. πρὸς τὴν πολιτείαν, = accedere ad rem publicam, Luc.Anach. 21.    2 c. dat. pers., consort, associate with, τῷδε τἀνδρί S.OT 1136, cf. Pl.La.197d, Tht.143d, 144a, al., Isoc.2.4; οἱ πλησιάζοντες a man's followers or disciples, Id.15.175, cf. 1.30; οἱ ἐμοὶ πεπλησιακότες Lib.Ep.750.1; π. τινὶ ἐπὶ σοφίᾳ, διὰ φιλοσοφίαν, Luc.Herm.80, Plu.Dem.2; also π. παιδεύσει Pl.R.496a.    3 c. dat. pers., have sexual intercourse with . ., D.40.8, Hyp.Lyc.3, Plu.2.769a: metaph., Pl.R.490b; οὐδενὶ σώματι πεπλησιακώς Isoc.3.36; of animals, whether of the male, Arist.HA546a26, 578b12; or the female, ib. 584b23, GA727b25; or both sexes, Id.HA539b21, al.    III Gramm., indicate proximity, A.D.Pron.21.11.

German (Pape)

[Seite 635] sich nähern, hinzugehen, τινί, Soph. O. R. 1136; auch im pass., πῶς ἂν αὐτῷ πλησιασθείην, Eur. El. 634 (wozu man Xen. de re equ. 2, 5 παντοδαποῖς ψόφοις πλησιάζειν als Transit. ziehen kann, wenn man ἵππον ergänzt); τοῦτο δὲ πλησιάζει τῷ γενειάσκειν, Plat. Conv. 181 d; seltener τινός, Xen. Cyr. 3, 2, 8; πρός τινα, Luc. Anach. 21. – Nahe sein, Soph. O. R. 91; stets oder gewöhnlich nahe bei Einem sein, ihm anhangen, sein Anhänger, Schüler, Freund sein, mit ihm umgehen, ὁ Δάμων τῷ Προδίκῳ πολλὰ πλησιάζει, Plat. Lach. 197 d; ἐρῶντι, Phaedr. 255 a; πάνυ πολλοῖς πεπλησίακα, Theaet. 144 a; οἱ πλησιάζοντες, die Anhänger, Xen. Mem. 4, 4, 25, Schüler; Isocr. oft, vgl. 15, 162. 186; auch γυναικί, Is. 3, 10, Dem. u. A., wie Plut. Thes. 19, einem Weibe beiwohnen; auch von der Päderastie, D. L. 2, 100. – Sp. haben auch öfter das med.

Greek (Liddell-Scott)

πλησιάζω: Δωρ. πλᾱτιάζω Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 712· μέλλ. -άσω· πρκμ. πεπλησίακα Ἰσοκρ. 34C, Πλάτ. Θεαίτ. 144Α· (πλησίος). Ἄγω πλησίον, δι’ ὄχλου διάγειν (ἵππον) καὶ παντοδαπαῖς ὄψεσι πλησιάζειν Ξεν. Ἱππ. 2. 5. ― Παθ., ἔρχομαι πλησίον, πῶς οὖν ἂν αὐτῷ πλησιασθείην ποτέ; Εὐρ. Ἠλ. 634. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ τῆς σημασ. τοῦ παθ., ἀπολ., εἶμαι πλησίον, πλησιαζόντων = πλησίων ὄντων, Σοφ. Ο. Τ. 91· ― μετὰ δοτ., ἔρχομαι πλησίον τινός, πλησιάζω, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 17, Ἀν. 4. 6, 6, κ. ἀλλ. (σπανίως μετὰ δοτ., Κύρ. 3. 2, 8)· πλησιάζω τινὶ Ἄμφις ἐν «Ἀμπελουργῷ» 2· πλ. τῷ γενειάσκειν Πλάτ. Συμπ. 181D· πλ. πρὸς τὴν πολιτείαν, accedere ad remp., Λουκ. Ἀνάχ. 21. 2) μετὰ δοτ. προσ., ἀνταμώνω, Λατ. fami iariter uti, ἐπλησίαζον τῷδε τἀνδρί, τὸν ἄνδρα τοῦτον τὸν ἀντάμωνα συχνὰ (καὶ ἔβοσκον τὸ ποίμνιόν μου μετ’ αὐτοῦ), Σοφ. Ο. Τ. 1136, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 197D, Θεαίτ. 143D, 144Α, κ. ἀλλ.· οἱ πλησιάζοντες, οἱ ὀπαδοὶ ἢ μαθηταί τινος, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 187, πρβλ. σ. 8D· πλ. τινὶ ἐπὶ σοφίᾳ, διὰ φιλοσοφίαν Λουκ. Ἑρμότ. 80, Πλουτ. Δημοσθ. 2· ― ὡσαύτως, πλ. φιλοσοφίᾳ, λόγοις Πλάτ. Πολ. 490Α, Ἰσοκρ. 15C. 3) πλ. γυναικί, ὡς τὸ πελάζω, ὡς καὶ νῦν, συνευρίσκομαι μετὰ γυναικός, συνουσιάζομαι, Δημ. 1010. 15 κτλ., πρβλ. Πλάτ. Πολ. 490Β· οὐδενὶ σώματι πεπλησιακὼς Ἰσοκρ. 34C· ― ἐπὶ ζῴων, εἴτε ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 23., 6. 29, 2, εἴτε ἐπὶ τοῦ θήλεος, αὐτόθι 7. 4, 13, π. Ζ. Γεν. 1. 19, 22· ἢ ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν γενῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 2, κ. ἀλλ.