ἀπημφιεσμένως
From LSJ
ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
Greek (Liddell-Scott)
ἀπημφιεσμένως: ἐπίρρ. ἐκ τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ἀπαμφιέννυμι, ἀπροκαλύπτως, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2, σ. 607C.
ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
ἀπημφιεσμένως: ἐπίρρ. ἐκ τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ἀπαμφιέννυμι, ἀπροκαλύπτως, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2, σ. 607C.