ἀπημφιεσμένως
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
Greek (Liddell-Scott)
ἀπημφιεσμένως: ἐπίρρ. ἐκ τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ἀπαμφιέννυμι, ἀπροκαλύπτως, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2, σ. 607C.
Spanish (DGE)
adv. formado sobre part. perf. pas. de ἀπαμφιάζω q.u. sin disfraz, abiertamente γυμνῶς τε καὶ ἀ. ... διδάσκειν Cyr.Al.M.69.1036A, ἀ. νομοθετεῖν Cyr.Al.M.68.333C.