ἀπημφιεσμένως

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀπημφιεσμένως: ἐπίρρ. ἐκ τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ἀπαμφιέννυμι, ἀπροκαλύπτως, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2, σ. 607C.

Spanish (DGE)

adv. formado sobre part. perf. pas. de ἀπαμφιάζω q.u. sin disfraz, abiertamente γυμνῶς τε καὶ ἀ. ... διδάσκειν Cyr.Al.M.69.1036A, ἀ. νομοθετεῖν Cyr.Al.M.68.333C.