ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
ἀρκτοειδής: -ές, ὅμοιος ἄρκτῳ, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου σ. 295· καὶ -μορφος, ον Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 481.