πρωτόπολις

Revision as of 11:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A first in the city, Τύχη Plu.2.322c.

German (Pape)

[Seite 805] ὁ, ἡ, der, die Erste im Staat; τύχη, Plut. de fort. Rom. 10, vielleicht aus Pind. tr. 14.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ πρῶτος ἐν τῇ πόλει, τύχη Πινδ. Ἀποσπ. 14. 2) ἡ πρώτη πόλις, πρὸς πόλιν τὴν πρωτόπολιν Κ. Μανασσ. Χρον. 2622 ‒ πρωτόπτολις, Νόνν. Διονυσ. 41. 357.