ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
βλάττη: ἡ, blatta, ὄνομα βαφῆς πορφυρᾶς, Ἐπιγρ. Στρατονικείας (ed. Dioclet) Leb. Wad. 535.