βλάττη
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek (Liddell-Scott)
βλάττη: ἡ, blatta, ὄνομα βαφῆς πορφυρᾶς, Ἐπιγρ. Στρατονικείας (ed. Dioclet) Leb. Wad. 535.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
βλάττη: ἡ, blatta, ὄνομα βαφῆς πορφυρᾶς, Ἐπιγρ. Στρατονικείας (ed. Dioclet) Leb. Wad. 535.