μετοπωρινός

Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

ή, όν (later μεθοπωρινός (q. v.)),

   A autumnal, νύκτες Th.7.87; ὁ μ. χρόνος X.Oec.17.2; ἄμεινον τὸ μ. μέλι Arist.HA 553b27; μ. ἰσημερία Id.Mete.364b2, cf. Hp.Aër.11; μ. τροπαί Adam. Vent.41: neut.as Adv., μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Hes.Op.415.

German (Pape)

[Seite 162] im Spätherbst; ὀμβρεῖν, Hes. O. 417; Thuc. 7, 87; ὕδατα, Ath. II, 62.

Greek (Liddell-Scott)

μετοπωρῐνός: -ή, -όν, φθινοπωρινός, νύκτες Θουκ. 7. 87· ὁ μ. χρόνος Ξεν. Οἰκ. 17, 12· ἄμεινον τὸ μ. μέλι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 4· μετοπωρινὸς κύκλος = ἰσημερινὸς κύκλος Φίλων Ι, 492, 42· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., μετοπωρινὸν ὀμβρεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413 [Πρβλ. ὀπωρινός].