μιαροσιτία
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
German (Pape)
[Seite 182] ἡ, das Essen unreiner, schlechter Speisen, Mein. Men. p. 538.
Greek (Liddell-Scott)
μιᾰροσῑτία: ἡ, μιαροφαγία, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ Bentl. παρὰ Meineke Μενάνδρ. 538 ἐν Ἀλέξιδος «Πυθαγοριζούσῃ» 3 (ἔνθα νῦν μικροσιτία).