ἀναμονή
English (LSJ)
ἡ,
A patient abiding, endurance, Sm.Ps.38(39).8; waiting, delay, Iamb.VP31.197, Ps.-Callisth.1.5, Sch.E.Or.1101.
German (Pape)
[Seite 198] ἡ, das Ausharren, Dulden, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμονή: ἡ, τὸ ἐν ὑπομονῇ ἀναμένειν, ὑπομονή, Ἰαμβ. Βίος Πυθ., Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1101. - «ἀναμονή, μακροθυμία» Ἡσύχ.