ὑπομονή
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ἡ,
A remaining behind, Arist.Rh.1410a4, D.H.1.44.
II endurance, τῶν ἀκουσίων πόνων Democr.240; λύπης Pl.Def.412c; ἡ μὴ ὑπομονὴ ἀτιμαζομένων Arist.APo.97b24, cf. Rh.1384a21; εὐχερὴς τῆς ἀποτέξεως ὑπομονή Sor.1.46; πολέμου Plb.4.51.1; (θανάτου) Plu.Pel.1; ἡ τῆς μαχαίρας ὑπομονὴ τῶν πληγῶν = the sword's power to sustain blows, Plb. 15.15.8.
2 in bad sense, obstinacy, Demetr.Lac.Herc.1012.47.
3 of plants, power to endure, Thphr.CP5.16.3.
III enduring to do, αἰσχρῶν ἔργων Id.Char.6.1.
German (Pape)
[Seite 1226] ἡ, das Zurückbleiben, Zuhausebleiben; – das Ausharren, Ertragen, die Geduld, Standhaftigkeit, λύπης Plat. def. 412 b; τοῦ πολέμου Pol. 4, 51, 1; ἡ τῆς μαχαίρας ὑπομονὴ τῶν πληγῶν, das Halten des Schwertes gegen Hiebe, 15, 15, 8; – das über sich Ergehenlassen, bes. das sich Hingeben zu schlechten Handlungen, Theophr. char. 6.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. 1 action de rester en arrière, action de rester là;
2 pourvoir de résistance ou force de résistance, au mor. persévérance;
II. action de supporter sans fléchir ou action de supporter sans se laisser entamer, gén.;
NT: endurance, patience ; fermeté, constance.
Étymologie: ὑπομένω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπομονή: ἡ
1 оставание: ἐναντία ὑ. ἀκολούθησις (sc. ἐστιν) Arst. «остаться» и «последовать» - понятия противоположные;
2 стойкость, выдержка, выносливость, Arst.: ὑ. τινος Plat., Polyb. стойкость в чем-л.; ἡ ὑ. τῶν πληγῶν Polyb. сопротивляемость ударам.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομονή: ἡ, τὸ μένειν ὀπίσω, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 7, Διον. Ἁλ. 1. 44. ΙΙ. τὸ ὑπομένειν, καρτερία, ἀπὸ ἀνανδρίας γὰρ ἢ δειλίας ἡ ὑπομονὴ καὶ τὸ ἀμύνεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 13· οὔτε ὑπομονὴ (θανάτου δηλ.) καλόν, εἰ μετ’ ὀλιγωρίας γίνοιτο τοῦ ζῆν Πλουτ. Πελοπίδ. 1, κλπ.· ἐπὶ φυτῶν, τῆς δὲ ὑπομονῆς αἴτιον ἡ ὑγρότης Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 3. 2) μετὰ γεν., τὸ ὑπομένειν τι, ἀσκεῖν ὑπομονὴν ἔν τινι, ὑπομονὴ λύπης ἕνεκα τοῦ καλοῦ· ὑπομονὴ πόνων ἕνεκα τοῦ καλοῦ Πλάτ. Ὅροι 412C, ἐν λ. καρτερία· ἡ μὴ ὑπ. ὑβριζομένων Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 18· πολέμου Πολύβ. 4. 51, 1· ἡ τῆς μαχαίρας ὑπ. τῶν πληγῶν, ἡ δύναμις τῆς μαχαίρας εἰς τὸ νὰ ἀντέχῃ εἰς τὰ κτυπήματα, ὁ αὐτ. 15. 15, 8. ΙΙΙ. ὡς τὸ τόλμα, τὸ ὑπομένειν, ἀνέχεσθαι ἀκούειν ἢ πράττειν τι, ἰδίως αἰσχρόν, ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονὴ αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων Θεοφρ. Χαρακτ. 6 (16 ἔκδ. Jebb).
English (Strong)
from ὑπομένω; cheerful (or hopeful) endurance, constancy: enduring, patience, patient continuance (waiting).
English (Thayer)
ὑπομονῆς, ἡ (ὑπομένω);
1. steadfastness, constancy, endurance (Vulg. in sustinentia, in sufferentia); in the N.T. the characteristic of a man who is unswerved from his deliberate purpose and his loyalty to faith and piety by even the greatest trials and sufferings: Winer's Grammar, § 30,1at the end): τοῦ ἔργου ἀγαθοῦ, τῆς ἐλπίδος, Buttmann, 155 (136)); δἰ ὑπομονῆς (with patience (cf. Winer's Grammar, § 51,1b.) i. e.) patiently and steadfastly, a patient, steadfast waiting for; (others question this sense in the New Testament, and render the genitive by 'characterizing', 'in respect to', etc.): Χριστοῦ (genitive of the object), the return of Christ from heaven, L T Tr WH ἐν Ἰησοῦ (which is in Jesus)); מִקְוֶה, expectation, hope, 2Esdr. 10:2; תִּקְוָה, hope, Ps. ( תּוחֶלֶת, Symm.; ὑπομένειν τινα, Xenophon, an. 4,1, 21; Appendix,
b. 104:5,81).
3. a patient enduring, sustaining: τῶν παθημάτων, λύπης, Plato, definition, p. 412c.; θανάτου, Plutarch, Pelop. 1). (Synonym: see μακροθυμία, at the end.)
Greek Monolingual
η / ὑπομονή, ΝΑ ὑπομένω
ιδιότητα ή κατάσταση του υπομονητικού, εγκαρτέρηση
2. ανοχή, ανεκτικότητα (α. «είναι εκπληκτική η υπομονή που δείχνεις στις προσβολές που σού κάνει» β. «ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονή, αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. (ειδικότερα) η ιδιότητα αυτού που έχει τη δύναμη να περιμένει, που δεν βιάζεται («έκανε υπομονή πέντε ολόκληρα χρόνια ώσπου να διοριστεί»)
2. συνεκδ. ήρεμη θυμική κατάσταση και ψυχραιμία («θαυμάζω την υπομονή του δασκάλου μας στα όσα του κάνουμε»)
3. φρ. α) «έχω [ή κάνω] υπομονή» — δείχνω καρτερικότητα
β) «χάνω την υπομονή μου» — αγανακτώ
4. παροιμ. φρ. «ιώβεια υπομονή» — πολύ μεγάλη υπομονή, όπως αυτή που έδειξε ο Ιώβ
αρχ.
1. η κατάσταση και το αποτέλεσμα του υπομένω, η προς τα πίσω παραμονή
2. (με αρνητική σημ.) ισχυρογνωμοσύνη
3. ανθεκτικότητα
4. (για φυτά) αντοχή («τῆς δὲ ὑπομονής αἴτιον ἡ ὑγρότης», Θεόφρ.).
Greek Monotonic
ὑπομονή: ἡ (ὑπομένω)·
I. το να παραμένει κάτι πίσω, σε Αριστ.
II. ανθεκτικότητα, ανοχή, καρτερία, στον ίδ.· ανθεκτικότητα, το σθένος να κάνει κάποιος κάτι, αἰσχρῶν ἔργα, σε Θεόφρ.
Middle Liddell
ὑπομονή, ἡ, ὑπομένω
I. a remaining behind, Arist.
II. a holding out, patient endurance, Arist.:— the enduring to do, αἰσχρῶν ἔργων Theophr.
Chinese
原文音譯:Øpomon» 虛坡-摩尼
詞類次數:名詞(32)
原文字根:在下-提醒(著) 相當於: (מִקְוֶה / קְוֵא / קְוֵה) (תִּקְוָה)
字義溯源:歡然忍受,恆忍,忍耐,忍受,恆心,堅忍;源自(ἀπομένω / ὑπομένω)=堅忍),由(ὑπό)*=被)與(μένω)*=住)組成
出現次數:總共(32);路(2);羅(6);林後(3);西(1);帖前(1);帖後(2);提前(1);提後(1);多(1);來(2);雅(3);彼後(2);啓(7)
譯字彙編:
1) 忍耐(29) 路8:15; 路21:19; 羅5:3; 羅5:4; 羅8:25; 羅15:4; 羅15:5; 林後12:12; 西1:11; 帖前1:3; 帖後1:4; 帖後3:5; 提前6:11; 提後3:10; 多2:2; 來10:36; 來12:1; 雅1:3; 雅1:4; 雅5:11; 彼後1:6; 彼後1:6; 啓1:9; 啓2:2; 啓2:3; 啓2:19; 啓3:10; 啓13:10; 啓14:12;
2) 堅忍(1) 林後6:4;
3) 恒心(1) 羅2:7;
4) 忍受(1) 林後1:6
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὑπομένω → ὑπό + μένω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
endurance
Armenian: տոկունություն; Bulgarian: издръжливост; Catalan: resistència, aguant; Chinese Mandarin: 持久度, 耐久; Czech: vytrvalost; Danish: udholdenhed; Dutch: uithoudingsvermogen; Estonian: vastupidavus; Finnish: kestävyys, sietokyky; French: endurance; German: Ausdauer; Greek: ανθεκτικότητα, αντοχή, υπομονή; Ancient Greek: καρτερία, ὑπομονή; Ido: duriveso; Irish: acmhainn, fulaingt; Italian: capacità, persistenza, resistenza, tolleranza, sopportazione, durata, autonomia, fatica; Kazakh: төзімділік; Latin: firmitas, perpessio, firmitas; Maori: manawaroa; Norwegian Bokmål: utholdenhet; Portuguese: firmeza, resistência; Romanian: răbdare, rezistență; Russian: выносливость, стойкость; Spanish: resistencia, aguante; Swedish: uthållighet; Telugu: ఓపిక, ఓర్పు; Tocharian B: kälṣamñe; Turkish: dayanıklılık
patience
Albanian: durim; Arabic: صَبْر, تَحَمُّل; Algerian Arabic: بَاصِيصَا; Egyptian Arabic: صبر; Armenian: համբերություն; Asturian: paciencia; Azerbaijani: səbir, dözüm, hövsələ; Bashkir: түҙемлек, сабырлыҡ; Belarusian: цярпенне, цярплі́васць; Bengali: ধৈর্য; Bulgarian: търпение, търпеливост; Burmese: ခန္တီ; Catalan: paciència; Chinese Mandarin: 耐性, 忍耐; Czech: trpělivost; Danish: tålmod, tålmodighed; Dutch: geduld; Esperanto: pacienco; Estonian: kannatlikkus; Faroese: tol; Finnish: maltti, kärsivällisyys; French: patience; Galician: paciencia; Georgian: მოთმინება; German: Geduld; Gothic: 𐌻𐌰𐌲𐌲𐌰𐌼𐍉𐌳𐌴𐌹, 𐌿𐍃𐌸𐌿𐌻𐌰𐌹𐌽𐍃; Greek: υπομονή; Ancient Greek: ἀνεξικακία, ἀνοχή, καρτέρησις, καρτερία, μακροθυμία, μακροθυμίη, μεγαλοπάθεια, προσκαρτέρησις, τλημοσύνη, τληπάθεια, τληπάθησις, ὑπομονή; Haitian Creole: pasyans; Haryanvi: थ्यावस; Hebrew: סַבְלָנוּת; Hindi: सहन, धैर्य; Hungarian: türelem; Icelandic: þolinmæði, biðlund; Indonesian: kesabaran; Irish: foighne; Italian: pazienza; Japanese: 辛抱, 忍耐, 我慢; Kazakh: дегбір, сабыр; Khmer: ខន្តី; Korean: 참을성, 인내(忍耐); Kurdish Central Kurdish: ئارام, قنیات; Northern Kurdish: sebir, bêhnfirehî; Kyrgyz: сабырдуулук, сабыр, чыдам, чыдамдуулук; Lao: ຄວາມອົດທົນ; Latin: patientia; Latvian: pacietība; Lithuanian: kantrybė; Luxembourgish: Gedold; Macedonian: трпение, стрпливост; Malay: sabar, kesabaran; Maori: manawanuitanga; Middle English: pacience; Mongolian Cyrillic: тэвчээр; Ngazidja Comorian: subira; Norman: pâcienche; Norwegian Bokmål: tålmodighet; Nynorsk: tolmod; Occitan: paciéncia; Old English: ġeþyld; Oromo: obsa; Pashto: صبر, حوصله, زغم; Persian: صبر, شکیبائی, حوصله, تحمل; Piedmontese: passiensa; Polish: cierpliwość; Portuguese: paciência; Romagnol: pazénzia, pazenzia; Romanian: răbdare; Russian: терпение, терпеливость; Sanskrit: सहन, धैर्य; Serbo-Croatian Roman: krotost, trpeljivost, strpljénje, str̀pljivōst; Slovak: trpezlivosť; Slovene: potrpežljivost; Spanish: paciencia; Sranan Tongo: pasensie; Swahili: subra, subira, uvumilivu; Swedish: tålamod; Tagalog: pasensya; Tajik: сабр; Tatar: сабырлык; Telugu: ఓర్పు, సహనము; Thai: ความอดทน; Turkish: sabır, faysal; Turkmen: sabyr; Ukrainian: терпі́ння, терплячість, терпеливість; Urdu: سہن, صبر, تحمل; Uyghur: سەۋر; Uzbek: sabr; Walloon: pacyince; Welsh: ymaros, amynedd, dioddefgarwch; Yiddish: געדולד; Yoruba: sùúrù; Zazaki: sabır, sebır, tehamul; Zulu: isineke
obstinacy
Arabic: عِنَاد; Armenian: կամակորություն; Azerbaijani: inadkarlıq; Belarusian: упартасць; Bulgarian: упоритост, инат; Catalan: obstinació; Chinese Mandarin: 頑固, 顽固; Czech: tvrdohlavost; Esperanto: obstineco, obstino; Finnish: itsepäisyys, itsepintaisuus; French: entêtement, obstination; Galician: teima, teimosía, touñada, piturra, gurra, tercura; German: Sturheit, Eigensinn; Greek: πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι; Ancient Greek: ἀτροπία, αὐθάδεια, αὐθαδία, αὐθαδίσματα, ἰσχυρογνωμοσύνη, σκληραυχενία, σκληρία, σκληροκαρδία, σκληρότης, στερέωσις, τὸ ἀτειρές, τὸ βαρυκάρδιον, τὸ δυσκίνητον, τὸ σκληρόστομον, ὑπομονή; Hungarian: csökönyösség; Italian: testardaggine, ostinazione; Japanese: 頑固, 意地; Korean: 완고; Latin: obstinatio; Macedonian: твр́доглавост, своеглавост, упорност, инает, инат; Persian: لجاجت, معاندت, عناد; Plautdietsch: Ieejensenn; Polish: upartość, upór; Portuguese: obstinação; Romanian: încăpățânare, obstinație; Russian: упрямство, упорство, твердолобость, упёртость; Serbo-Croatian Cyrillic: тврдо̀главо̄ст, упорно̄ст; Roman: tvrdòglavōst, upórnōst; Slovak: tvrdohlavosť; Slovene: trmoglavost, trma; Spanish: testarudez, porfía, terquedad, obstinación; Tajik: якравӣ, саркашӣ, инод, қайсарӣ; Turkish: inatçılık, inat; Ukrainian: упертість; Uzbek: oʻjarlik, qaysarlik, sarkashlik; Vietnamese: sự ngoan cố, sự cố chấp