κατασκοπέω

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

fut. -σκέψομαι: aor. -εσκεψάμην:—

   A view closely, spy out, reconnoitre, κ. ὅποι . . E.Hel.1607; τὰ ἀγγελλόμενα reconnoitre, Aen. Tact.23.10; εἴ πῃ . . X.Cyr.7.1.39, cf. Th.6.50, al.; τῶν πολεμίων Plu.Sol.9; keep a look-out, of ships, Plb. 3.95.6:—Med., -σκοπεῖσθαι ἑαυτήν X.Mem.2.1.22; αὐτὸς ἑαυτὸν κ. Arist.MM1213a5; inspect, τὰς πανοπλίας Plb.10.20.2; γραφήν POxy. 1414.4 (iii A.D.); of a medical examination, Gal.1.293.

German (Pape)

[Seite 1379] = Vorigem; ὅπη νοσοῖεν ξύμμαχοι κατασκοπῶν Eur. Hel. 1623; im med., Xen. Hem. 2, 1, 22; τὰς πανοπλίας, mustern, Pol. 10, 20, 2; Sp. S. κατασκέπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκοπέω: μέλλ. -σκέψομαι: ἀόρ. -εσκεψάμην, βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον, ἐξετάζω, ἐρευνῶ, κ. ὅπῃ... Εὐρ. Ἑλ. 1607·― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατασκοπεῖσθαι θαμὰ ἑαυτήν, σκοπεῖν δὲ... Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· ἐπιθεωρῶ, ἐξετάζω, Πολύβ. 10. 20, 2· τινὸς Πλουτ. Σόλ. 9· ἐνεργῶ κατασκόπευσιν, προσπαθῶ κρυφίως καὶ δολίως νὰ μάθω τι, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 39· προσέχω, φυλάττω φυλακήν, Λατ. speculari, ἑπὶ πλοίων, Πολύβ. 3. 95, 6.