τηλέπλανος
English (LSJ)
ον,
A far-wandering, πλάναι τ. devious wanderings, A.Pr.576 (lyr., restored by Seidler metri gr. for τηλέπλαγκτοι).
Greek (Liddell-Scott)
τηλέπλᾰνος: ὁ μακρὰν πλανώμενος, ποῖ μ’ ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Αἰσχύλ. Πρ. 576· - ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ τηλέπλαγκτοι.