μονόγαμος
English (LSJ)
ὁ,
A one who marries but once, Ptol. Tetr.183, Vett.Val. 120.8.
German (Pape)
[Seite 202] der nur einmal heirathet, nur eine Frau hat, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μονόγᾰμος: ὁ, ὁ ἅπαξ μόνον εἰς γάμον ἐλθών, ὁ μίαν μόνον ἔχων γυναῖκα, Ἰω. Χρυ. τ. 5, σ. 110, Πτολ. Τετράβ. 183, Ἀθηναγ. 968Β, Ὠριγέν. Ι, 984Α, κτλ.