αγος, ὁ, ἡ,
A snapping at the bait, πέρκη AP7.504.3 (Leon.).
[Seite 544] αγος, den Köder wegschnappend, Leon. Tar. 98 (VII, 504).
δελεάρπαξ: ὁ, ἡ, ὁ τὸ δέλεαρ μεθ’ ὁρμῆς ἁρπάζων, πέρκης Ἀνθ. Π. 7. 504.