δέλεαρ

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέλεαρ Medium diacritics: δέλεαρ Low diacritics: δέλεαρ Capitals: ΔΕΛΕΑΡ
Transliteration A: délear Transliteration B: delear Transliteration C: delear Beta Code: de/lear

English (LSJ)

-ατος, τό, Ep. δεῖλαρ (q.v.); Ep. gen. δελείατος Numen. ap. Ath.7.305a; dat. pl. δελέασσιν Opp.H.3.437: contr. in dat. δέλητι Hsch.; neut. pl. δέλητα cj. in Theoc.21.10:—bait, X.Mem.2.1.4, Plb.15.21.6 (pl.): metaph., δ. τινος bait for a person, E.Andr.264, cf. Fr.981.5, Luc. Rh.Pr.25 (pl.), etc.; τιμαὶ γάρ, ἆθλα, δ. ἂ ὁ θεὸς ἔδωκεν ἀνθρώποις Antipho Soph.49: c. gen. rei, an incitement to... ἡδονὴ κακοῦ δέλεαρ Pl.Ti.69d, cf. J.Ap.2.39; δ. σοφίης Epigr.Gr.880.6 (Cyzicus).

Spanish (DGE)

-ατος, τό
• Alolema(s): eol. βλῆρ Alc.404A
• Morfología: [gen. δελείατος Numen.Her.SHell.584.1; dat. δελῆτι Hsch.; plu. nom. δέλητα Theoc.21.10; dat. δελέασσιν Opp.H.3.437]
1 cebo (ζῷα) ἀγόμενα πρὸς τὸ δ. X.Mem.2.1.4, de peces, Arist.HA 534a12, 534b3, 5, Numen.Her.l.c., τὰ φυκιόεντα δέλητα Theoc.l.c., περὶ τὰ δελέατα καὶ τὰς ἄρκυς Plb.15.21.6, cf. Opp.l.c.
2 fig. cebo, medio de seducción γῆν δ. ἔχοντες E.Fr.981.5, δι' ἡδονῆς τὸ δ. πεποιημένον Pl.Sph.222e, cf. Plu.2.13a, Aristid.Quint.58.12, ἐπείρα ... τῆς διαφθορᾶς δ. Iambl.Fr.64, en plu., Antipho Soph.B 49, Luc.Rh.Pr.25, c. gen. τοιόνδ' ἔχω σου δ. tal es el cebo que tengo para seducirte E.Andr.264, δ. ... φρενῶν un cebo para mi mente E.IT 1181, ἡδονὴ κακοῦ δ. Pl.Ti.69d, cf. Longin.32.5, I.Ap.2.284, δ. σοφίης Epigr.Gr.880.6 (Cízico, imper.).
• Etimología: De *gel°H1°r neutr. en -r de una r. *gel°H1- ‘tragar’, ‘garganta’, que da lugar a aaa. kela, rus. głot, por disim. de g - H1 > g - H1, cf. tb. βλῆρ < βλῆϝαρ < *gleH1°r.

German (Pape)

[Seite 544] ατος, dat. δέλητι Hesych.; vgl. δόλος; τό, Köder, Lockspeise; Xen. Mem. 2, 1, 4; Anreizung, Plat. Soph. 222 e; ἡδονὴ μέγιστον κακῶν δέλεαρ Tim. 69 d; σοῦ, für dich, Eur. Andr. 263; Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
appât, amorce ; fig. δέλεάρ τινος appât pour séduire qqn.
Étymologie: R. Δελ, tromper ; cf. δόλος = lat. dolus.

Russian (Dvoretsky)

δέλεαρ: ᾰτος, дор. Theocr. ητος τό
1 приманка, наживка (θηρεύειν τοὺς νηρείτας εἰς τὸ δ. Arst.);
2 перен. приманка, соблазн (ἡδονή - μέγιστον κακοῦ δ. Plat.): τοιόνδ᾽ ἔχω σου δ. Eur. есть у меня средство склонить тебя; δ. τινι δέκα σπείρας ὑφεῖναι Plut. подослать к кому-л. десять когорт, чтобы поощрить его (к бою).

Greek (Liddell-Scott)

δέλεαρ: -ατος, τό, Ἐπ. δεῖλαρ. Καλλ. Ἀποσπ. 478 (ἴδε δόλος)· - δόλωμα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· μεταφ., δ. τινος, δόλωμα διά τι πρόσωπον, Εὐρ. Ἀνδρ. 264· μετὰ γεν. πράγμ., δελεαστικὴ παρακίνησις εἰς…, ἡδονὴ κακοῦ δέλεαρ, τὸ τοῦ Κικέρωνος esca malorum, Πλάτ. Τίμ. 69D· δ. σοφίης Ἐπιγρ. Ἑλλ. 880. 6·- ἐν τῇ δοτ. ἐνίοτε συνῃρ. δέλητι, Ἡσύχ.· καὶ ὀλίγη ἀμφιβολία ὑπάρχει ὅτι δέλητα εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφὴ ἐν Θεοκρ. 21. 10· πρβλ. δελήτιον.

Greek Monolingual

(δελέατος), το (AM δέλεαρ)
1. το δόλωμα
2. το μέσο με το οποίο παρασύρεται κάποιος (α. «το δέλεαρ της εύκολης επιτυχίας» β. «ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ» — την ηδονή, το πιο αποτελεσματικό μέσο για το κακό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλεFαρ (πρβλ. άλεFαρ, βλ. αλώ και άλευρον). Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι τα δέλεαρ και βληρ προέρχονται με ανομοίωση από δέρεαρ και βρήρ και συνδέονται με βιβρώσκω, αρχ. άνω γερμ. querdar «δόλωμα» αίρεται από την ύπαρξη τών πείραρ και φρέαρ στα οποία δεν έχει γίνει η ανομοίωση του -ρ- σε -λ-. Έτσι θεωρήθηκε προτιμότερη η σύνδεση με αρμ. klanem, αορ. ekul «καταπίνω», ρωσ. glot «γουλιά, ρουφηξιά», λατ. gula «λάρυγγας, φάρυγγας» και η αναγωγή σε ρίζα gwel- «καταπίνω». Η σύνδεση εξάλλου με το δόλος οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία].

Greek Monotonic

δέλεαρ: -ατος, τό (βλ. δόλος), δόλωμα, σε Ξεν.· μεταφ., δ. τινος, δόλωμα, πρόκληση, θέλγητρο, ερέθισμα για έναν άνθρωπο, σε Ευρ.

Frisk Etymological English

-ατος
Grammatical information: n.
Meaning: decoy (Ion.-Att.).
Other forms: Pl. also δέλευρα (s. below); pl. δείλατα.
Derivatives: Denomin. δελεάζω entice (Ion.-Att.) with δελέασμα (Ar.), δελεασμάτιον (Philox.), δελεασμός (Arist.) and the instr. names δελεάστρα baited trap (Cratin.), δελέαστρον id. (Nicoph.); with δελαστρεύς fisher with baited trap (Nic.; for *δελεα- metri causa, s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 68). - With the same meaning δείλατα pl. (Call. Fr. 458), δελήτιον (Sophr.; δελῆτι δελέατι H.), δέλετρον (Numen. ap. Ath., Opp.; after the instr. names in -τρον), δέλος (PMagPar. 1, 939, Eust.; innov. after the neutres in -ος).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The plural δέλευρα (Ath.) suggests for δέλεαρ an original r-n-stem *δέλε-Ϝαρ; cf. ἄλευρα: *ἄλε-Ϝαρ. Twosyllabic δελε- also in δελήτιον < *δελεάτιον and in new δέλετρον (s. Chantr. Form. 332f.). Deviant only late δείλατα, which may derive from *δέλ-Ϝατα. Beside twosyll. δελε- we have βλη- in βλῆρ (Alc.), from *βλῆ-(Ϝ)αρ? or *βλέ-(Ϝ)αρ?; s. βλέτυες. -- One might suppose that δέλεαρ und βλῆρ originated frim dissimilation from *δέρεαρ and *βρῆρ, and connect βιβρώσκω (s. v.) and OHG querdar bait. One has also tried to connect δέλεαρ and βλῆρ with initial Labiovelar gu- with Arm. klanem, aor. ekul devour, with Russ. gɫotátь swallow, Lat. gula, gluttio devour. However, the word may well be non-IE; see the words cited.

Middle Liddell

[v. δόλος
a bait, Xen.: metaph., δ. τινος bait for a person, Eur.

Frisk Etymology German

δέλεαρ: -ατος
{délear, -atos}
Grammar: n.
Meaning: Köder, Lockspeise (ion. att.).
Derivative: Denominatives Verb δελεάζω ködern (ion. att.) mit δελέασμα (Ar.), δελεασμάτιον (Philox.), δελεασμός (Arist., A. D.) und den Nomina instrumenti δελεάστρα geköderte Falle (Kratin.), δελέαστρον ib. (Nikoph.); zu den letztgenannten δελαστρεύς Fischer mit Köderfalle (Nik.; für *δελεα- metri causa, vgl. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 68). — Daneben in derselben Bedeutung δείλατα pl. (Kall. Fr. 458), δελήτιον (Sophr.; δελῆτι· δελέατι H.), δέλετρον (Numen. ap. Ath., Opp.; nach den Nomina instr. auf -τρον), δέλος (PMagPar. 1, 939, Eust.; Neubildung nach den Neutra auf -ος).
Etymology: Der Plural δέλευρα (Ath.) läßt für δέλεαρ auf einen ursprünglichen r-n-Stamm *δέλεϝαρ schließen; vgl. ἄλευρα: *ἄλεϝαρ. Das zweisilbige δελε- liegt auch vor im Deminutivum δελήτιον aus *δελεάτιον (vgl. auch ἄλητος zu ἀλέω, das freilich auch anders erklärt werden kann) und in der Neubildung δέλετρον (vgl. Chantraine Formation 332f.); es könnte sich auch mit der späten Neubildung δέλος vertragen. Davon abweichend nur die späte Zurechtlegung δείλατα aus *δέλϝατα. Neben dem zweisilbigen δελε- steht regelrecht das einsilbige βλη- in βλῆρ (Alk.) aus *βλῆ-(ϝ)αρ bzw. *βλέ-(ϝ)αρ, s. βλέτυες. — Der an und für sich möglichen Annahme, δέλεαρ und βλῆρ seien durch Dissimilation aus *δέρεαρ und *βρῆρ entstanden und mit βιβρώσκω (s. d.), ahd. querdar Köder verwandt (J. Schmidt KZ 25, 153, Schulze Q. 102f.), stehen einerseits Fälle wie πεῖραρ, φρέαρ mit unterbliebener Dissimilation, anderseits βλωμός usw. (s. d.) entgegen. So bleiben δέλεαρ und Verwandte mit anlautendem Labiovelar g- besser bei arm. klanem, Aor. ekul verschlingen, wozu noch russ. gɫotátь schlucken, gɫot Schluck, lat. gula Schlund, gluttio verschlucken. Besonders für die lateinischen, aber auch für die armenischen und slavischen Wörter kommt indessen dabei auch der rein velare Anlaut in Betracht, der durch das Keltische und Germanische, z. B. air. gelid verzehrt, ahd. kela Kehle, sichergestellt ist. — Einzelheiten mit älterer und jüngerer Literatur bei Bq und W.-Hofmann s. vv.
Page 1,360-361

English (Woodhouse)

attraction, bait

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δόλωμα). Ἔχει σχέση μέ τό δόλος.
Παράγωγα: δελεάζω (=ἐξαπατῶ), δελέασμα, δελεασμός, δελεαστικός, δελεάστρα (=παγίδα), δελέαστρον (=παγίδα).

Translations

bait

Aklanon: paon; Arabic: طُعْم‎; Armenian: խայծ; Basque: amuzki, beita, jaki; Bikol Central: paon; Brunei Malay: umpan; Bulgarian: стръв; Catalan: esquer; Chinese Mandarin: 誘餌/诱饵, 魚餌/鱼饵; Cornish: treustrumm; Czech: návnada; Dutch: aas, lokaas; Faroese: agn; Finnish: syötti; French: appât; Galician: engado, isca, gueldo, raba; German: Köder; Greek: δόλωμα; Ancient Greek: δεῖλαρ, δέλεαρ, δέλετρον, δόλος; Hungarian: csali; Indonesian: umpan; Italian: esca; Japanese: 餌; Korean: 미끼, 먹이; Kurdish Central Kurdish: چەشە‎; Latin: esca; Macedonian: мамец; Malay: umpan; Malayalam: ഇര; Mansaka: paan; Maori: māunu, mōunu, parangia, poapoa; Mongolian Cyrillic: өгөөш; Mongolian: ᠥᠭᠭᠦᠭᠡᠰᠢ; Norman: bète; Norwegian: beita, agn; Persian: طعمه‎; Polish: przynęta; Portuguese: isca; Romanian: momeală, nadă; Russian: наживка, приманка; Serbo-Croatian Cyrillic: мамац; Roman: mamac; Slovak: návnada; Slovene: vaba; Spanish: carnada, cebo, señuelo; Swahili: chambo; Swedish: agn; Tagalog: pain; Tausug: umpan; Thai: เหยื่อ; Turkish: yem; Ukrainian: принада, наживка; Vietnamese: mồi; Volapük: bätazib; Welsh: abwyd; Yakan: umpen