Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
παιδύλλιον: τό, μικρὸν παιδίον, κοινῶς «παιδοῦλι», Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 44, 23, ἔκδ. Λ.