παιδύλλιον

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek (Liddell-Scott)

παιδύλλιον: τό, μικρὸν παιδίον, κοινῶς «παιδοῦλι», Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 44, 23, ἔκδ. Λ.

Greek Monolingual

παιδύλλιον, τὸ (Μ)
μικρό παιδί, παιδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + υποκορ. κατάλ. -ύλλιον (πρβλ. ειδύλλιον)].