παιδύλλιον

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek (Liddell-Scott)

παιδύλλιον: τό, μικρὸν παιδίον, κοινῶς «παιδοῦλι», Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 44, 23, ἔκδ. Λ.

Greek Monolingual

παιδύλλιον, τὸ (Μ)
μικρό παιδί, παιδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + υποκορ. κατάλ. -ύλλιον (πρβλ. ειδύλλιον)].