πατρόμοιος

Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

πατρόμοιος: -ον, ὅμοιος τῷ πατρί, Ἰω. Ἱεροσ. ἐν Βίῳ Ἰω. Δαμασκ. σ. 239, ἔκδ. Major.· - πατρομοίως, Ἐπίρρ., ὁμοίως τῷ πατρί, Θ. Στουδ. σ. 1793, ἔκδ. Mi.