πατρόμοιος
From LSJ
πατρόμοιος: -ον, ὅμοιος τῷ πατρί, Ἰω. Ἱεροσ. ἐν Βίῳ Ἰω. Δαμασκ. σ. 239, ἔκδ. Major.· - πατρομοίως, Ἐπίρρ., ὁμοίως τῷ πατρί, Θ. Στουδ. σ. 1793, ἔκδ. Mi.
-ον, Μ
όμοιος με τον πατέρα.
επίρρ...
πατρομοίως Μ
όμοια με τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + ὅμοιος.