ἀμεύσιμος
English (LSJ)
ον, (ἀμεύομαι)
A passable, A.R.4.297.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεύσιμος: -ον, (ἀμεύομαι) = πορεύσιμος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 297, Ἐτυμ. Μ.
ον, (ἀμεύομαι)
A passable, A.R.4.297.
ἀμεύσιμος: -ον, (ἀμεύομαι) = πορεύσιμος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 297, Ἐτυμ. Μ.