Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμεύσιμος

From LSJ

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεύσιμος Medium diacritics: ἀμεύσιμος Low diacritics: αμεύσιμος Capitals: ΑΜΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: ameúsimos Transliteration B: ameusimos Transliteration C: ameysimos Beta Code: a)meu/simos

English (LSJ)

ἀμεύσιμον, (ἀμεύομαι) passable, A.R.4.297.

Spanish (DGE)

(ἀμεύσῐμος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
transitable ὅπῃ καὶ ἀμεύσιμον ἦεν por donde era posible el paso A.R.4.297, cf. Et.Gen.633.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεύσιμος: -ον, (ἀμεύομαι) = πορεύσιμος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 297, Ἐτυμ. Μ.

Greek Monolingual

ἀμεύσιμος, -ον (Α) ἀμεύομαι
πορεύσιμος, διαπερατός, διαβατός.

Translations

passable

Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny