πρωτοβόλος

Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ον, (βάλλω)

   A budding, fresh, ἥβη AP7.217 (Asclep.); βλέφαρα ib.5.61 (Rufin.).    2 in course of shedding the first or milk teeth, of horses (intermediate between ἄβολος and παντιβόλος), PPetr.2p.115 (iii B.C.), Anatolian Studies 204 (Pisidia), Hippiatr.20; κάμηλος, ὄνος, BGU468.9 (ii A.D.), PFay. 92.23 (ii A.D.).    II proparox. πρωτόβολος, ον, Pass., first struck, τέρμονα π. ἁλίῳ E.Tr.1068 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 804] zuerst werfend, bes. die Zähne zum ersten Male wechselnd, die ersten Milchzähne verlierend, gew. vom Pferde, Sp.; übertr., ἥβης ἄνθος πρωτοβόλου, Plat. epigr. 6 (VII, 217, Asclepds), erst aufkeimend; mit verändertem Ton, zuerst getroffen, τέρμονα πρωτόβολον ἁλίῳ, Eur. Troad. 1068.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοβόλος: -ον, (βάλλω) ὁ κτυπῶν πρῶτος, βλέφαρα παρὰ τῷ Ἰακωψίῳ ἐν Ἀνθ. Π. 3. σ. 67. 2) ὁ ἀλλάσσων τοὺς πρώτους ὀδόντας, ἐπὶ ἵππου, Ἱππιατρ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτόβολος, ον, παθ., ὁ πρῶτος βαλλόμενος, τέρμονά τε πρωτόβολον ἁλίῳ Εὐρ. Τρῳάδ. 1068.