πρωτοβόλος

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοβόλος Medium diacritics: πρωτοβόλος Low diacritics: πρωτοβόλος Capitals: ΠΡΩΤΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: prōtobólos Transliteration B: prōtobolos Transliteration C: protovolos Beta Code: prwtobo/los

English (LSJ)

πρωτοβόλον, (βάλλω)
A budding, fresh, ἥβη AP7.217 (Asclep.); βλέφαρα ib.5.61 (Rufin.).
2 in course of shedding the first or milk teeth, of horses (intermediate between ἄβολος and παντιβόλος), PPetr.2p.115 (iii B.C.), Anatolian Studies 204 (Pisidia), Hippiatr.20; κάμηλος, ὄνος, BGU468.9 (ii A.D.), PFay. 92.23 (ii A.D.).
II proparox. πρωτόβολος, ον, Pass., first struck, τέρμονα π. ἁλίῳ E.Tr.1068 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 804] zuerst werfend, bes. die Zähne zum ersten Male wechselnd, die ersten Milchzähne verlierend, gew. vom Pferde, Sp.; übertr., ἥβης ἄνθος πρωτοβόλου, Plat. epigr. 6 (VII, 217, Asclepds), erst aufkeimend; mit verändertem Ton, zuerst getroffen, τέρμονα πρωτόβολον ἁλίῳ, Eur. Troad. 1068.

Russian (Dvoretsky)

πρωτοβόλος: досл. раньше всех дающий ростки, перен. впервые расцветающий (ἥβης ἄνθος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοβόλος: -ον, (βάλλω) ὁ κτυπῶν πρῶτος, βλέφαρα παρὰ τῷ Ἰακωψίῳ ἐν Ἀνθ. Π. 3. σ. 67. 2) ὁ ἀλλάσσων τοὺς πρώτους ὀδόντας, ἐπὶ ἵππου, Ἱππιατρ. ΙΙ. προπαροξ. πρωτόβολος, ον, παθ., ὁ πρῶτος βαλλόμενος, τέρμονά τε πρωτόβολον ἁλίῳ Εὐρ. Τρῳάδ. 1068.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που για πρώτη φορά ρίχνει κάτι
2. (ιδίως για ζώα) αυτός που αποβάλλει τα πρώτα του δόντια («ὄνος θήλεια πρωτοβόλος», πάπ.)
αρχ.
ανθηρός, δροσερός, ακμαίοςπρωτοβόλος ἥβη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. μακροβόλος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].