λευκόψαρος
English (LSJ)
ον,
A whitish grey, ὄνοι Hippiatr.14.
German (Pape)
[Seite 35] weißgrau, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόψᾱρος: -ον, λευκόφαιος, Ἱππιατρ.
ον,
A whitish grey, ὄνοι Hippiatr.14.
[Seite 35] weißgrau, Sp.
λευκόψᾱρος: -ον, λευκόφαιος, Ἱππιατρ.