περίμεστος
English (LSJ)
ον,
A full all round, quite full of, τινος X.Smp.2.11, Plu. Caes.5.
German (Pape)
[Seite 583] rings um, sehr voll; Xen. Conv. 2, 11; τινός, Plut. Caes. 6.
Greek (Liddell-Scott)
περίμεστος: -ον, μεστὸς πανταχόθεν, κατάμεστος, ἐντελῶς πλήρης, τινὸς Ξεν. Συμπ. 2. 11.