ἀμφίκολλος
English (LSJ)
ον,
A glued on both sides:—κλίνη ἀ. couch with two ends fixed on, Pl. Com.34.
German (Pape)
[Seite 140] rings geleimt, Plat. com. bei Poll. 10, 34, κλίνη, der es κατακεκολλημένη erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκολλος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρας τὰς πλευρὰς κεκολλημένος· ἔπειτα κλίνην ἀμφίκολλον πυξίνην Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ἑορταῖς» 10· πρβλ. παράκολλος.